επηλυγαζομαι

επηλυγαζομαι
    ἐπηλυγάζομαι
    ἐπ-ηλῠγάζομαι
    v. l. Arst. ἐπηλυγίζομαι
    1) покрывать тенью, защищать (sc. νεοττούς Plut.)
    2) перен. прикрывать, скрывать
    

(τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐ. Thuc.)

    ἐ. πρὸ τῶν ὀμμάτων Arst. — закрывать (рукой) глаза

    3) использовать в качестве защиты или прикрытия
    

(τινα Plat., τι Arst.)

    ἐ. τέν χεῖρα Arst. — заслонять рукой (глаза)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επηλυγαζομαι" в других словарях:

  • επηλυγάζω — ἐπηλυγάζω και ἐπηλυγίζω (AM) 1. επισκιάζω, καλύπτω 2. μέσ. επηλυγάζομαι κρύβομαι πίσω από κάτι 3. αποκρύπτω («ὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυγ άζω (< ηλύγ η* «σκιά, σκοτάδι»] …   Dictionary of Greek

  • ηλύγη — ἠλύγη, ἡ (Α) 1. η σκιά 2. φρ. «δίκης ἠλύγη» οι περιπλοκές τής δίκης ή τα σκοτεινά σημεία τής δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με το επίθ. λῡγαῖος «σκιώδης» οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία τών Αρχαίων, δεδομένου ότι, εκτός… …   Dictionary of Greek

  • leu-g-2 : lu-g- : lū-g- —     leu g 2 : lu g : lū g     English meaning: black; swamp     Deutsche Übersetzung: ‘schwärzlich; Sumpf” (after der Farbe)     Note: Root leug 1 : “to bend” : Root leu g 2 : lu g : lū g : “black; swamp” derived from Root leu 2 (*leuĝh ): “to… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»